- τερματίζον
- τερματίζωlimitpres part act masc voc sgτερματίζωlimitpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερματίζω — ΝΜΑ [τέρμα, ατος] 1. θέτω τέρμα σε κάτι (α. «τερμάτισε την προσπάθειά του» β. «τερματίζοντα τὴν κυκλικὴν αποκατάστασιν», Επιφάν.) 2. (το μέσ.) τερματίζομαι λήγω, καταλήγω, τελειώνω (α. «σήμερα τερματίζονται οι εργασίες τής διάσκεψης» β. «ἐπὶ τὰ… … Dictionary of Greek